μοσχάτος

μοσχάτος
και μοσκάτος και μουσκάτος, -η, -ο (Μ μοσχάτος και μοσκάτος, -η, -ον)
1. αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό φυτό μόσχος, ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.)
2. το ουδ. ως ουσ. το μοσχάτο και μοσκάτο
α) ονομασία διαφόρων ποικιλιών κρασοστάφυλων, η ρόγα τών οποίων έχει χαρακτηριστική αρωματική γεύση
β) (κατά συνεκδ.) ονομασία τού επιδόρπιου φυσικού γλυκού αρωματικού κρασιού που παράγεται από τις ανωτέρω ποικιλίες σταφυλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (II) + κατάλ. -άτος < λατ. κατάλ. -atus (πρβλ. κρασ-άτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοσχάτος — η, ο 1. αυτός που ευωδιάζει, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος. 2. είδος σταφυλιού, το μοσκοστάφυλο: Πάτησε τα μοσχάτα σταφύλια για να φτιάξει κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Weinbau in Griechenland — Byzantinisches Relief „CΕΠΤΕΜΡHΟC“ (September), 10.–11. Jhd. Der Weinbau in Griechenland hat eine lange, in die Antike zurückreichende Tradition. Während der Zeit des Byzantinischen Reichs, spätestens mit der Zugehörigkeit Griechenlands zum… …   Deutsch Wikipedia

  • ανθοσμίας — ἀνθοσμίας, ο (Α) 1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι 2. (για το κρασί) μοσχάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή] …   Dictionary of Greek

  • μοσκάτος — η, ο βλ. μοσχάτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”